- υπουργία
- η / ὑπουργία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α [ὑπουργός]νεοελλ.1. το αξίωμα και το έργο τού υπουργού («η υπουργία του ήταν πολύ αποδοτική»)2. ο χρόνος θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη υπουργία του»)μσν.-αρχ.1. υπηρεσία, εξυπηρέτηση («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», Σοφ.)2. βοήθεια, συνδρομή («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)3. χρήση, χρησιμοποίησηαρχ.1. κολακεία, δουλική συμπεριφορά2. παροχή υπηρεσιών από γιατρό ή μαία3. τα απαραίτητα μέσα, τα αναγκαία έξοδα.
Dictionary of Greek. 2013.